- νεοττοκομώ
- νεοττοκομῶ, -έω (Α)(αττ. τ.) βλ. νεοσσοκομώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοσσοκομώ — νεοσσοκομῶ και αττ. τ. νεοττοκομῶ, έω (Α) [νεοσσοκόμος] εκτρέφω νεοσσούς («νεοττοκομοῡσιν ἐν τοῑς ὄρεσι πτηνά», ΠΔ) … Dictionary of Greek